- προσεγχέονται
- προσεγχέωpour in besidespres ind mp 3rd pl (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσεγχέω — Α [ἐγχέω] 1. εγχέω επί πλέον («προσεγχέειν εἰς τὰ ὦτα ἔλαιον», Αριστοτ.) 2. μέσ. προσεγχέομαι κάνω κάτι να χυθεί μέσα σε κάτι άλλο επιπροσθέτως («ἐὰν εἰς τὸ οὖς ὕδωρ ἐγχυθῇ, ἔλαιον προσεγχέονται», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek